ιοτης

ιοτης
    ἰότης
    -ητος, дор. ἰότᾱς, ᾱτος (ῐ) ἥ (преимущ. dat., редко acc.)
    1) воля, желание
    

θεῶν ἰότητι Hom. — по воле богов;

    κακῆς ἰότητι γυναικός Hom. — по прихоти злой женщины;
    μέ δι΄ ἐμέν ἰότητα Hom. — не по моему желанию

    2) основание, причина
    

ἰότᾱτι (дор. = ἰότητι) γάμων Aesch. — вследствие брака


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ιοτης" в других словарях:

  • ιότης — ἰότης, ἡ (Α) 1. θέληση, επιθυμία («θεῶν ἰότητι» με τη θέληση τών θεών, Ομ. Οδ.) 2. για χάρη κάποιου, ένεκα («ἰότητι γάμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *isto (μετοχικός τ., πρβλ. αρχ. ινδ. ista «ποθητός»), οπότε η λ. συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • ἰότης — will fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰότητα — ἰότης will fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰότητι — ἰότης will fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰότητος — ἰότης will fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰότητ' — ἰότητα , ἰότης will fem acc sg ἰότητι , ἰότης will fem dat sg ἰότητε , ἰότης will fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰότας — ἰότᾱς , ἰότης will fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰότατι — ἰότᾱτι , ἰότης will fem dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»